- θηβαιγενής
- Θηβαιγενής, -ές (Α)βλ. Θηβαγενής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θηβαιγενεῖ — Θηβαιγενής sprung from Thebes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) Θηβαιγενής sprung from Thebes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηβαιγενέος — Θηβαιγενής sprung from Thebes masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek